κοκκιζω

κοκκιζω
    κοκκίζω
    вынимать косточки, освобождать от косточек
    

(ῥόαν Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κοκκιζω" в других словарях:

  • κοκκίζω — και κουκκίζω (Α κοκκίζω) [κόκκος] νεοελλ. πασπαλίζω ζάχαρη ή κανέλα ή τρίμματα από αμύγδαλα πάνω σε φαγητό ή σε γλύκισμα αρχ. αφαιρώ τον πυρήνα καρπού, βγάζω το κουκούτσι («κοκκιεῑς ῥόαν», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… …   Dictionary of Greek

  • ξεκουκιάζω — (σχετικά με φυτά) βγάζω τα σπέρματα από τον καρπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ κοκκίζω (αόρ. εξ εκόκκισα), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος και κώφωση τού ο σε ου , κατά τα ρ. σε –ιάζω (βλ. και λ. ξ[ε] )] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»